- ξανοιχτός
- και ξανοικτός, -ή, -ό (Μ ἐξανοικτός και ξανοικτός, -ή, -όν)νεοελλ.(για χώρο) αυτός που φαίνεται από όλες τις μεριές, ανοιχτόςμσν.(για δήλωση σωματικής ρώμης) αυτός που έχει φαρδιές πλάτες και φαρδιούς μηρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ανοικτός (< ἐξ-ανοίγω) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.